- χειροβίωτος
- χειρό-βιος, u. χειρο-βίωτος, von seiner Hände Arbeit lebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειρογάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο χειροβίωτος*, ο βιοπαλαιστής 2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσο γάστωρ] … Dictionary of Greek